- υδραλέτης
- ὁ, Α1. υδρόμυλος2. τεχνικός που εργάζεται σε υδρόμυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -αλέτης (< ἀλῶ «αλέθω»), πρβλ. κεγχρ-αλέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδραλέτης — water mill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραλεσία — ἡ, ΜΑ [ὑδραλέτης] ὑδραλέτης* … Dictionary of Greek
Cabira — For the comb jelly genus, see Cabira (ctenophore).Cabira ( el. τὰ Κάβειρα), a place in Pontus, at the base of the range of Paryadres, about 150 stadia south of Eupatoria or Magnopolis, which was at the junction of the Iris and the Lycus.… … Wikipedia
υδραλέσιον — τὸ, Α [ὑδραλέτης] ὑδραλεσία* … Dictionary of Greek
υδραλετάς — ᾱ, ὁ, Α τεχνικός τών υδρομύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδραλέτης + κατάλ. ᾶς (πρβλ. σαγματ ᾶς)] … Dictionary of Greek
υδραλετία — ἡ, Α [υδραλέτης] (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρόμυλος» … Dictionary of Greek
υδραλετικός — ή, όν, Α [ὑδραλέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδραλέτη … Dictionary of Greek